- διφυεῖς
- διφυήςof double naturemasc/fem acc plδιφυήςof double naturemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διφυής — ές (AM διφυής, ές) 1. αυτός που έχει δύο φύσεις, που συνενώνει ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά (για τους Κενταύρους, τον Πάνα, τη Σφίγγα κ.λπ.) 2. διπλός, διμερής («διφυεῑς κόραι», «διφυεῑς ὀφρύες», «στῆθος διφυὲς μαστοῑς») μσν. (για δέντρο)… … Dictionary of Greek
γομφίοι — Δόντια που ονομάστηκαν έτσι εξαιτίας της ομοιότητας τους με τον γόμφο (χοντρό καρφί). Συνολικά, οι γ. είναι είκοσι. Από αυτούς οι δύο πρώτοι, που βρίσκονται μετά τον κυνόδοντα, λέγονται προγόμφιοιπρομυλίτες (οκτώ συνολικά σε κάθε σαγόνι).… … Dictionary of Greek